ἐκφωνήσεις

ἐκφωνήσεις
ἐκφώνησις
pronunciation
fem nom/voc pl (attic epic)
ἐκφώνησις
pronunciation
fem nom/acc pl (attic)
ἐκφωνέω
cry out
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐκφωνέω
cry out
fut ind act 2nd sg
ἐκφωνέω
cry out
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐκφωνέω
cry out
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκφωνητής — Πρόσωπο που διαβάζει στο μικρόφωνο ειδήσεις και διάφορα ανακοινωθέντα. Ο όρος ε. εμφανίστηκε με την άνοδο της ραδιοφωνίας, αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα χρησιμοποιούσαν τη λέξη σπίκερ (speaker), η οποία στην αγγλική γλώσσα σημαίνει τον πρόεδρο …   Dictionary of Greek

  • εκφώνηση — η (AM ἐκφώνησις) εκκλ. ἐκφωνήσεις ύμνοι που εκφωνούνται στο τέλος μιας δεήσεως από τον αρχιερέα ή τον ιερέα στη διάρκεια τής λειτουργίας νεοελλ. 1. απαγγελία ή αναγγελία που γίνεται μεγαλόφωνα φρ. «εκφώνηση τών θεμάτων τών εξετάσεων» 2. (νομ.)… …   Dictionary of Greek

  • συλλειτουργικό(ν) — το, Ν μικρό λειτουργικό βιβλίο που περιέχει το σταθερό τμήμα τής θείας Λειτουργίας το οποίο ψάλλεται από τους πιστούς ή από τον χορό τών ψαλτών, δηλ. τις αποκρίσεις τού χορού ή τού λαού στις εκφωνήσεις τού ιερέα ή τού διακόνου και τους ψαλμούς ή… …   Dictionary of Greek

  • εκφωνητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που κάνει την εκφώνηση: Χρειάζονται εκφωνητές για τα θέματα των εξετάσεων. 2. ειδικός υπάλληλος της ραδιοφωνίας ή της τηλεόρασης που κάνει τις εκφωνήσεις, ο σπίκερ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”